- τετραορία
- τετρᾱορία (-ίας, -ιᾶν, -ίας.)1 four-horse chariot
τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου O. 2.5
ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος P. 2.4
οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους N. 4.28
καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις I. 3.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.